κλωπεια

κλωπεια
    κλωπεία
     кража, воровство Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κλωπεια" в других словарях:

  • κλωπεία — κλωπείᾱ , κλωπεία theft fem nom/voc/acc dual κλωπείᾱ , κλωπεία theft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπείᾳ — κλωπείᾱͅ , κλωπεία theft fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπεία — κλωπεία, ἡ (Α) [κλωπεύω] 1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῑς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ) 2. είδος χορού …   Dictionary of Greek

  • κλωπείας — κλωπείᾱς , κλωπεία theft fem acc pl κλωπείᾱς , κλωπεία theft fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπείαν — κλωπείᾱν , κλωπεία theft fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπείαις — κλωπεία theft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπεῖαι — κλωπάομαι pres ind mp 2nd sg (epic ionic) κλωπεία theft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»